ξυστικός

ξυστικός
-ή, -ό (ΑΜ ξυστικός, -ή, -όν) [ξυστός]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξύση, στο ξύσιμο
νεοελλ.
1. αυτός που έχει την ιδιότητα να ξύνει («ξυστικό εργαλείο»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξυστικά- η αμοιβή τού εργάτη για την ξύση, την απόξεση, το πλάνισμα, τη στίλβωση που έκανε
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ξυστικόν- στυπτικό φάρμακο
αρχ.
1. ο στυπτικός
2. αυτός που γυμνάζεται στο ξυστόν, στο γυμναστήριο
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ξυστικός
ο αθλητής
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ ξυστική (ενν. τέχνη)
η τέχνη τού ξυσίματος ή τού στιλβώματος
5. φρ. «ξυστικὴ σύνοδος» — συνέλευση τών αθλητών στο ξυστόν, στο γυμναστήριο, αθλητική εταιρεία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξυστικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυστικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ξύσιμο. 2. αυτός που χρησιμοποιείται για ξύσιμο: Ξυστικά μηχανήματα. 3. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., ξυστικά η αμοιβή για το ξύσιμο, για ξυστική εργασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξυστικόν — ξυστικός of masc acc sg ξυστικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυστική — ξυστικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”